- χρυσοπρόσωπος
- χρυσοπρόσωποςgoldenfacedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοπρόσωπος — ον, Α (ως επίθ. τού ήλιου) αυτός που έχει χρυσό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. χαλκο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek